επαρχεύω

επαρχεύω
αμτβ.
1. είμαι έπαρχος, ασκώ καθήκοντα έπαρχου.
2. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο (χωρίς να έχω το βαθμό του έπαρχου), εκτελώ χρέη έπαρχου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επαρχεύω — και επαρχώ (AM ἐπαρχεύω και ἐπαρχῶ) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, ασκώ τα καθήκοντα επάρχου μσν. αναπληρώνω προσωρινά τον έπαρχο, εκτελώ χρέη επάρχου …   Dictionary of Greek

  • επαρχώ — (AM ἐπαρχῶ, έω) [έπαρχος] είμαι έπαρχος, επαρχεύω ||(μσν. αρχ.) παθ. ἐπαρχοῡμαι διοικούμαι από έπαρχο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”